παραφρακτικός

παραφρακτικός
-ή, -όν, Α [παραφράσσω]
1. αυτός που επιφέρει παράφραξη, έμφραξη, εμφρακτικός
2. ιατρ. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραφρακτικοί — παραφρακτικός producing constipation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”